Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρέμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρέμμα [ˈθrɛma] SUBST ουδ

1. θρέμμα (ζώο):

das Vieh ουδ ενικ

ιδιωτισμοί:

Παραδειγματικές φράσεις με θρέμμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский