Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίθετο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίθετο [ɛˈpiθɛtɔ] SUBST ουδ

1. επίθετο ΓΛΩΣΣ:

επίθετο
Adjektiv ουδ

2. επίθετο (επώνυμο):

επίθετο
Nachname αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский