Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισιτήριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισιτήρι|ος <-α, -ο> [isiˈtiriɔs] ΕΠΊΘ

1. εισιτήριος (που γίνεται ως έναρξη):

εισιτήριος
Antritts-, Eingangs-

ιδιωτισμοί:

Aufnahmeprüfung θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский