Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισήγηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισήγησ|η <-εις> [iˈsijisi] SUBST θηλ

1. εισήγηση (πρόταση):

εισήγηση
Vorschlag αρσ
μετά από εισήγηση του
εναλλακτική εισήγηση

2. εισήγηση (έκθεση):

εισήγηση
Bericht αρσ

3. εισήγηση (αίτηση):

εισήγηση
Antrag αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με εισήγηση

εναλλακτική εισήγηση
μετά από εισήγηση του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский