Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγρυπνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγρυπν|ώ <-άς, -ησα, -ισμένος> [aɣripˈnɔ] VERB αμετάβ

1. αγρυπνώ (δεν κοιμάμαι):

αγρυπνώ

2. αγρυπνώ (επαγρυπνώ):

αγρυπνώ για
wachen über +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский