Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: spezialisieren , Spezialist και Spezialität

Spezialist(in) <-en, -en> [ʃpetsiaˈlɪst] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

spécialiste αρσ θηλ

Spezialität <-, -en> [ʃpetsialiˈtɛːt] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina