Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „reisige“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Reisig <-s; χωρίς πλ> [ˈraɪzɪç] ΟΥΣ ουδ

bois αρσ mort

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Als Reisiger, Reisige, Reißige oder reisiger Knecht wurden im Mittelalter bewaffnete Dienstleute oder berittene Begleitpersonen bezeichnet.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "reisige" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina