Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Lohe , drohen και Anhöhe

Lohe1 <-, -n> [ˈloːə] ΟΥΣ θηλ τυπικ (Flamme, Glut)

Anhöhe ΟΥΣ θηλ

butte θηλ
hauteur θηλ

drohen ΡΉΜΑ αμετάβ

2. drohen (bevorstehen) Gewitter, Gefahr:

3. drohen (im Begriff sein):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina