Γερμανικά » Γαλλικά

mümmeln [ˈmʏməln] ΡΉΜΑ αμετάβ NDEUTSCH οικ

mümmeln
an etw δοτ mümmeln

I . mummeln [ˈmʊməln] NDEUTSCH οικ ΡΉΜΑ μεταβ

2. mummeln (einhüllen):

jdn in etw αιτ mummeln

II . mummeln [ˈmʊməln] NDEUTSCH οικ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με mümmeln

an etw δοτ mümmeln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "mümmeln" σε άλλες γλώσσες

"mümmeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina