Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Langfinger , Ringfinger και langlegen

Langfinger ΟΥΣ αρσ χιουμ οικ

voleur(-euse) αρσ (θηλ) à la tire

Ringfinger ΟΥΣ αρσ

lang|legen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

1. langlegen (hinfallen):

s'étaler οικ

2. langlegen (sich niederlegen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina