Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „eilfertig“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

I . eilfertig ΕΠΊΘ τυπικ

eilfertig
eilfertig
diligent(e) λογοτεχνικό

II . eilfertig ΕΠΊΡΡ τυπικ

eilfertig

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der Ausschuss band sich eilfertig die Hände.
de.wikipedia.org
Solcher Angriffe höchst ungewohnt, geht er ihr eilfertig ins Netz.
de.wikipedia.org
Zivilsenat als eilfertig gegenüber den Wünschen des Justizministeriums galt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"eilfertig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina