Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „behämmertstes“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: behämmert

behämmert

behämmert → bescheuert

Βλέπε και: bescheuert

I . bescheuert [bəˈʃɔɪɐt] οικ ΕΠΊΘ

1. bescheuert (blöd):

débile οικ
ce taré οικ

2. bescheuert (unangenehm):

emmerdant(e) οικ
dégueulasse οικ

II . bescheuert [bəˈʃɔɪɐt] οικ ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina