Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „aufmeißeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

aufmeißeln ΡΉΜΑ μεταβ

1. aufmeißeln:

aufmeißeln (Wand, Mauer)

2. aufmeißeln ΙΑΤΡ:

einen Knochen aufmeißeln

Παραδειγματικές φράσεις με aufmeißeln

einen Knochen aufmeißeln

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Anhand der Zeichnung erkennen die Drei, welchen Stein sie aufmeißeln müssen und steigen schließlich in ein unterirdisches Gewölbe herab.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "aufmeißeln" σε άλλες γλώσσες

"aufmeißeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina