Γερμανικά » Γαλλικά

stopp [ʃtɔp] ΕΠΙΦΏΝ

StoppΜΟ <-s, -s> ΟΥΣ αρσ

1. Stopp (Halt):

arrêt αρσ

2. Stopp (Unterbrechung):

gel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina