Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Eingeweihte Eingeweihter και nichtehelich

Eingeweihte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ (Experte)

initié(e) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina