Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Laschheit“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Laschheit <-, -en> ΟΥΣ θηλ

1. Laschheit:

Laschheit eines Händedrucks
mollesse θηλ

2. Laschheit (Nachgiebigkeit):

laxisme αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Strenge sei anziehender als Laschheit, meinte er.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Laschheit" σε άλλες γλώσσες

"Laschheit" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina