Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Langzeitkranke“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Langzeitkranke(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) (in ambulanter Behandlung)

Langzeitkranke(r)
malade αρσ θηλ de longue durée

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Es folgten ältere Gefangene über 50, Langzeitkranke und Versehrte und weitere Gruppen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Langzeitkranke" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina