Γερμανικά » Γαλλικά

Geschnetzelte(s) ΟΥΣ ουδ κλιν τύπος wie επίθ

Geschnetzelte(s)
émincé αρσ

schnetzeln [ˈʃnɛtsəln] ΡΉΜΑ μεταβ νοτιογερμ, CH

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Geschnetzelte" σε άλλες γλώσσες

"Geschnetzelte" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina