Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Dienstberechtigter“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά

(Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Dienstberechtigte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΝΟΜ

créancier(-ière) αρσ (θηλ) d'une prestation de service

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Entgeltung des Dienstes ist Hauptpflicht des Dienstberechtigten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina