Γερμανικά » Γαλλικά

BeschissΜΟ <-es> [bəˈʃɪs], Beschißπαλαιότ <-sses> ΟΥΣ αρσ αργκ

arnaque θηλ οικ

I . bescheißen* ανώμ αργκ ΡΉΜΑ μεταβ

entuber qn de qc πολύ οικ!
se faire entuber πολύ οικ!

II . bescheißen* ανώμ αργκ ΡΉΜΑ αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina