Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „wildeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

wil·deln [ˈvɪldl̩n] ΡΉΜΑ αμετάβ A

1. wildeln (sich wild benehmen):

wildeln

2. wildeln (nach Wild schmecken):

wildeln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "wildeln" σε άλλες γλώσσες

"wildeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文