Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „wall-eyed“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

ˈwall-eyed ΕΠΊΘ αμετάβλ

1. wall-eyed ΙΑΤΡ:

to be wall-eyed
to be wall-eyed (suffering from leukoma)
to be wall-eyed (having whitish eyes)

2. wall-eyed μτφ:

a wall-eyed hangover

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

a wall-eyed hangover

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "wall-eyed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文