Γερμανικά » Αγγλικά

ver·stö·ren* ΡΉΜΑ μεταβ

I . ver·stört [fɛɐ̯ˈʃtø:ɐ̯t] ΕΠΊΘ

II . ver·stört [fɛɐ̯ˈʃtø:ɐ̯t] ΕΠΊΡΡ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

einen verstörten Eindruck machen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文