Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „verbohren“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ver·boh·ren* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

1. verbohren (von etw nicht loskommen):

sich αιτ [in etw αιτ] verbohren

2. verbohren (sich verbeißen):

sich αιτ [in etw αιτ] verbohren

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ [in etw αιτ] verbohren

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Diese sind teilweise fossil verbohrt (Bohrwürmerbank).
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "verbohren" σε άλλες γλώσσες

"verbohren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文