Γερμανικά » Αγγλικά

si·geln [ˈzi:gl̩n] ΡΉΜΑ μεταβ ειδικ ορολ

Si·gel <-s, -> [ˈzi:gl̩] ΟΥΣ ουδ

1. Sigel (beim Stenographieren):

grammalogue ειδικ ορολ
logogram ειδικ ορολ

2. Sigel (Abkürzung für Buchtitel):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

etw mit etw δοτ sigeln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "sigeln" σε άλλες γλώσσες

"sigeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文