Γερμανικά » Αγγλικά

pet·to [ˈpɛto] ΕΠΊΡΡ

etw in petto haben οικ

in pet·to [ɪn ˈpɛto] ΕΠΊΡΡ

etw [gegen jdn] in petto haben οικ
to have sth up one's sleeve [for sb] οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

etw in petto haben οικ
etw [gegen jdn] in petto haben οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"petto" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文