Γερμανικά » Αγγλικά

frös·te·lig [ˈfrœstəlɪç], fröst·lig [ˈfrœstlɪç] ΕΠΊΘ οικ

fröst·lig [ˈfrœstlɪç] ΕΠΊΘ οικ

fröstlig → fröstelig

Βλέπε και: fröstelig

frös·te·lig [ˈfrœstəlɪç], fröst·lig [ˈfrœstlɪç] ΕΠΊΘ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sie ist ein fröstliger Mensch

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文