Γερμανικά » Αγγλικά

fir·men [ˈfɪrmən] ΡΉΜΑ μεταβ

Fir·men [ˈfɪrmən]

Firmen πλ: Firma

Βλέπε και: Firma , Firma

Firma ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

firm [fɪrm] ΕΠΊΘ κατηγορ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文