Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „erküren“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

er··ren* <erkürt, erkor, erkoren> ΡΉΜΑ μεταβ

1. erküren παρωχ τυπικ (auswählen):

jdn zu etw δοτ erküren

2. erküren χιουμ (machen):

jdn zu etw δοτ erküren

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jdn zu etw δοτ erküren

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "erküren" σε άλλες γλώσσες

"erküren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文