Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „einzubläuen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ein|bläu·en ΡΉΜΑ μεταβ οικ

1. einbläuen (einschärfen):

2. einbläuen (einprügeln):

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sie habe ihrer Tochter die Regel eingebläut, niemandem die Tür zu öffnen, wenn sie alleine in der Wohnung ist.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文