Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „einiggehen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ei·nig|ge·hen ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein

mit jdm [in etw δοτ] einiggehen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

mit jdm [in etw δοτ] einiggehen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "einiggehen" σε άλλες γλώσσες

"einiggehen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文