Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „eingewöhnen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ein|ge·wöh·nen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ [in etw αιτ] eingewöhnen

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Sie sollen sich schon beim Betreten der Zimmer wohlfühlen.

Schließlich haben Sie nicht lange Zeit sich einzugewöhnen.

www.das-himberg.at

ll be made comfortable as soon as you enter the room.

After all, you wo t have much time to settle in.

www.das-himberg.at

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"eingewöhnen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文