Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „durchwollen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

durch|wol·len [ˈdʊrçvɔlən] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

[durch etw αιτ] durchwollen
zwischen δοτ/unter etw δοτ durchwollen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

zwischen δοτ/unter etw δοτ durchwollen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "durchwollen" σε άλλες γλώσσες

"durchwollen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文