Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „berappeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

be·rap·peln ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

1. berappeln (sich erholen):

sich berappeln

2. berappeln (sich zusammenreißen):

sich berappeln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"berappeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文