Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „anschweigen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

an|schwei·gen ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ

jdn anschweigen
sich αιτ anschweigen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ anschweigen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Abends kommt er nach Hause auf sein Schiffchen und fühlt sich nicht einmal genötigt, seiner Frau, die er geflissentlich anschweigt, eine Erklärung für sein merkwürdiges Verhalten zu geben.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"anschweigen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文