Γερμανικά » Αγγλικά

an·ge·säu·selt ΕΠΊΘ οικ (leicht betrunken)

angesäuselt
tipsy οικ
angesäuselt
βρετ a. squiffy οικ

an|säu·seln ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

to get tipsy οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
So kam es, dass die Jugend ihn im angesäuselten Zustand auf die Schultern nahm und durchs Dorf trug.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"angesäuselt" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文