Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „abschuften“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ab|schuf·ten ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

sich δοτ [mit etw δοτ] abschuften
to slave [away] [at sth] μειωτ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich δοτ [mit etw δοτ] abschuften
to slave [away] [at sth] μειωτ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Obwohl sich der Erzähler in einer Fabrik abschuftet, flattert ihm auf einmal eine alte Rechnung ins Haus.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"abschuften" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文