Γερμανικά » Αγγλικά

Prä·mi·en·ge·schäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

Prämiengeschäft
doppeltes/einfaches Prämiengeschäft

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

doppeltes/einfaches Prämiengeschäft

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Prämiengeschäft" σε άλλες γλώσσες

"Prämiengeschäft" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文