Mas·sa·ge·ge·rät ΟΥΣ ουδ
Mas·sa·ge·in·sti·tut ΟΥΣ ουδ
Mas·sa·ge·sa·lon <-s, -s> ΟΥΣ αρσ παρωχ
Mas·sa·ge·stab <-(e)s, -stäbe> ΟΥΣ αρσ
1. Massagestab (Massagegerät):
2. Massagestab ευφημ (Dildo):
Re·flex·zo·nen·mas·sa·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Punkt·mas·sa·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Massagehandschuh ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.