Γερμανικά » Αγγλικά

Din·gens <-, -> ΟΥΣ ουδ ιδιωμ οικ

Dingens → Dings

Βλέπε και: Dings , Dings

din·gen <dingt, dingte [o. σπάνιο dang], gedungen [o. σπάνιο gedingt]> [ˈdɪŋən] ΡΉΜΑ μεταβ

1. dingen veraltend (anheuern):

2. dingen μειωτ τυπικ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Dingens" σε άλλες γλώσσες

"Dingens" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文