Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Bombengeschäft“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Bom·ben·ge·schäft ΟΥΣ ουδ οικ

Bombengeschäft
ein Bombengeschäft [mit etw δοτ] machen
to do a roaring business [with [or οικ in] sth]

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

ein Bombengeschäft [mit etw δοτ] machen
to do a roaring business [with [or οικ in] sth]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Bombengeschäft" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文