Γερμανικά » Αγγλικά

Ak·tiv·sal·do ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Aktivsaldo ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ

Ειδικό λεξιλόγιο
Aktivsaldo
Aktivsaldo

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Aktivsaldo aufweisen
Aktivsaldo im Waren- und Dienstleistungsverkehr

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Aus dieser Zuordnung leiten sich die Begriffe Aktivsaldo beziehungsweise Passivsaldo ab.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Aktivsaldo" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文