Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „überzahlt“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

über·zah·len* [y:bɐˈtsa:lən] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

etw ist [mit etw δοτ] überzahlt

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
War zum Zeitpunkt der Geburt eines Kindes nach der Minderung der Kredit bereits überzahlt, wurde der überzahlte Betrag wieder ausbezahlt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文