Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gommé και gomme

gomme [gɔm] ΟΥΣ θηλ

1. gomme (substance):

Gummi αρσ o ουδ
Gummiharz ουδ
Gummiarabikum ουδ

2. gomme (objet):

[Radier]gummi αρσ o ουδ

ιδιωτισμοί:

mettre toute la gomme οικ
voll Stoff geben οικ

II . gomme [gɔm]

gomme καναδ (chewing-gum):

Kaugummi αρσ o ουδ

gommé(e) [gɔme] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina