Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: verbaliser και vilipender

vilipender [vilipɑ͂de] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

II . verbaliser [vɛʀbalize] ΡΉΜΑ μεταβ

1. verbaliser ΨΥΧ:

verbalisieren τυπικ

2. verbaliser οικ (mettre une contravention):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina