Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: verbaliser , enfanter , verbiage και verbatim

II . verbaliser [vɛʀbalize] ΡΉΜΑ μεταβ

1. verbaliser ΨΥΧ:

verbalisieren τυπικ

2. verbaliser οικ (mettre une contravention):

I . verbatim [vɛʀbatim] ΕΠΊΡΡ

II . verbatim [vɛʀbatim] ΟΥΣ αρσ

verbiage [vɛʀbjaʒ] ΟΥΣ αρσ μειωτ

I . enfanter [ɑ͂fɑ͂te] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

II . enfanter [ɑ͂fɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

1. enfanter (accoucher):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina