Γαλλικά » Γερμανικά

I . vérolé(e) [veʀɔle] ΕΠΊΘ

1. vérolé οικ (syphilitique):

vérolé(e)

2. vérolé Η/Υ:

vérolé(e)

II . vérolé(e) [veʀɔle] ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ

vérolé(e)
Syphilitiker(in) αρσ (θηλ)

vérole [veʀɔl] ΟΥΣ θηλ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με vérolé

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Annie, en particulier, se sent prise d’angoisse lorsqu’un homme assis au pied du pavillon tourne vers elle un visage menaçant et vérolé.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "vérolé" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina