Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: boussole και combustible

I . combustible [kɔ͂bystibl] ΕΠΊΘ

boussole [busɔl] ΟΥΣ θηλ

ιδιωτισμοί:

perdre la boussole οικ
durchdrehen οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina