Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'exfolier“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . exfolier [ɛksfɔlje] ΡΉΜΑ μεταβ σπάνιο

II . exfolier [ɛksfɔlje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ΙΑΤΡ

s'exfolier
s'exfolier peau:
s'exfolier peau:

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Son écorce fine a tendance à s'exfolier en lanières horizontales.
fr.wikipedia.org
L'écorce gris foncé, profondément cannelée, se fissure en écailles qui peuvent s'exfolier.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina