Γαλλικά » Γερμανικά

rafle [ʀafl] ΟΥΣ θηλ

1. rafle (arrestation):

rafle
Razzia θηλ
rafle
être pris(e) dans une rafle

2. rafle απαρχ (vol rapide):

rafle
Raubüberfall αρσ

rafler [ʀafle] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με rafle

être pris(e) dans une rafle

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina